- πειράζεται
- πειράζωmake proofpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαρεξήγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παρεξηγηθεί ή παρερμηνευθεί 2. εκείνος που δεν παρεξηγείται, δεν πειράζεται εύκολα … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
εύθικτος — η, ο αυτός που θίγεται, που πειράζεται εύκολα, αλλ. ευαίσθητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)